συγκρέκω

συγκρέκω
Α
συνοδεύω τραγούδι παίζοντας πλαγίαυλο ή κιθάρα, συγκράζω*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κρέκω «παίζω μουσικό όργανο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρέκω — (Α) 1. πλήττω, κρούω («οὔτοι δύναμαι κρέκην, τὸν ἴστον» δεν μπορώ να χτυπώ το ύφασμα στον αργαλειό με το χτένι, Σαπφ.) 2. υφαίνω («εἰ δὲ κἄκρεκον πέπλους», Ευρ.) 3. χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου με πλήκτρο 4. (γενικά) παίζω όργανο 5. αναδίδω… …   Dictionary of Greek

  • συγκράζω — Α [κράζω] συγκρέκω* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”